Ποικίλη Στοά

Ποικίλη Στοά
I
Μια από τις στοές της Αγοράς της Αθήνας, που είχε ιδρυθεί από τον γαμπρό του Κίμωνα, Πεισιάνακτα, και γι’ αυτό αρχικά ονομαζόταν Πεισιανάκτιος. Επειδή όμως με τον καιρό κοσμήθηκε με διάφορους ζωγραφικούς πίνακες και έμοιαζε με πινακοθήκη, την ονόμασαν Π.Σ.
II
Ετήσιο εγκυκλοπαιδικό ημερολόγιο, που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Ιωάννη Αρσένη από το 1881 έως το 1914. Στις σελίδες του καταχωρήθηκαν συνεργασίες όλων των λογίων της εποχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • Στοά — Als Stoa (griech. Στοά) wird eines der wirkungsmächtigsten philosophischen Lehrgebäude in der abendländischen Geschichte bezeichnet. Tatsächlich geht der Name (griechisch στοὰ ποικίλη – „bemalte Vorhalle“) auf eine Säulenhalle auf der Agora, dem… …   Deutsch Wikipedia

  • Στοὰ — Als Stoa (griech. Στοά) wird eines der wirkungsmächtigsten philosophischen Lehrgebäude in der abendländischen Geschichte bezeichnet. Tatsächlich geht der Name (griechisch στοὰ ποικίλη – „bemalte Vorhalle“) auf eine Säulenhalle auf der Agora, dem… …   Deutsch Wikipedia

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Кимон — греч. Κίμων …   Википедия

  • Дросис, Леонидас — Леонидас Дросис греч. Λεωνίδας Δρόσης …   Википедия

  • Πεισιάναξ — Αθηναίος γαμπρός του Κίμωνα, που έχτισε στην Αθήνα την Πεισιανάκτιο ( α) στοά, κοντά στο ιερό της Ουράνιας Αφροδίτης. Η στοά αυτή είναι περισσότερο γνωστή με το όνομα Ποικίλη στοά …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”